υποβολιμαίος

υποβολιμαίος
-α, -ο / ὑποβολιμαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
νόθος, μη γνήσιος (α. «υποβολιμαίο σύγγραμμα» — σύγγραμμα αποδιδόμενο σε συγγραφέα, χωρίς να είναι έργο δικό του
β. «ὑποβολιμαίους ποιεῑ τοὺς ἑαυτοῡ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με υπόδειξη ή με εισήγηση άλλου, που δεν προέρχεται από ενδόμυχη πεποίθηση κάποιου, αλλά έχει υποβληθεί από άλλον («υποβολιμαία κρίση»)
2. αυτός που προτείνεται ή εισάγεται με ορισμένη σκοπιμότητα ή με δόλιο τρόπο («υποβολιμαία τροπολογία στο φορολογικό νομοσχέδιο»)
αρχ.
1. μτφ. επίπλαστος, προσποιητός («ὑποβολιμαία εὔνοια», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ ὑποβολιμαῑα- τα νόθα τέκνα (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολή + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολ-ιμαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβολιμαῖος — brought in by stealth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποβολιμαίος — α, ο 1. αυτός που μπαίνει κρυφά στη θέση άλλου γνήσιου, για να τον αντικαταστήσει, μη γνήσιος, πλαστός, νόθος: Υποβολιμαίο σύγγραμμα. 2. αυτός που δε γίνεται από ενδόμυχη πεποίθηση κάποιου, αλλά από εξωτερική επιβολή: Υποβολιμαία μαρτυρική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποβολιμαῖον — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc acc sg ὑποβολιμαῖος brought in by stealth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαῖα — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαῖε — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαῖοι — ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδυποβολιμαίος — αία, ον, Α αυτός που εσφαλμένα θεωρείται υποβολιμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ὑποβολιμαῖος] …   Dictionary of Greek

  • ὑποβολιμαία — ὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem nom/voc/acc dual ὑποβολιμαί̱ᾱ , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαίω — ὑποβολιμαί̱ω , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut nom/voc/acc dual ὑποβολιμαί̱ω , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβολιμαίων — ὑποβολιμαί̱ων , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth fem gen pl ὑποβολιμαί̱ων , ὑποβολιμαῖος brought in by stealth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”